- τετράγραμμος
- τετρά-γραμμος, mit od. von vier Linien
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
τετράγραμμος — Inscr. gr.et lat. de la Syrie masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράγραμμος — ον, ΜΑ μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγραμμον τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα τού θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ, αλλ. τετραγράμματον αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα, τετραγράμματος 2. πιθ.… … Dictionary of Greek
τετράγραμμον — τετράγραμμος Inscr. gr.et lat. de la Syrie masc/fem acc sg τετράγραμμος Inscr. gr.et lat. de la Syrie neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγράμμου — τετράγραμμος Inscr. gr.et lat. de la Syrie masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραγράμμῳ — τετράγραμμος Inscr. gr.et lat. de la Syrie masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γραμμή — η (AM γραμμή) Ι. συνεχής σειρά σημείων που χαράσσεται με αιχμηρό όργανο σε σκληρή επιφάνεια ή σύρεται με μολύβι νεοελλ. 1. συνεχής παράταξη ομοίων πραγμάτων, σειρά 2. κατεύθυνση, πορεία («γραμμή τής κυβερνήσεως») 3. έσχατο όριο (πραγματικό ή… … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek